- φιλεύω
- μετ.1) угощать; 2):
φιλεύω τη νύφη — делать подарок невесте (о женихе или куме);
3) давать чаевые (кому-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλεύω τη νύφη — делать подарок невесте (о женихе или куме);
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλεύω — φιλεύω, φίλεψα, φιλεμένος βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φιλεύω — Ν [φίλος] 1. προσφέρω ποτό ή φαγώσιμο, κερνώ, τρατάρω («μέ φίλεψε ένα γλυκό») 2. δίνω μικρό φιλοδώρημα 3. (για γαμπρό ή παράνυμφο) δίνω δώρο στην νύφη … Dictionary of Greek
φιλεύω — φίλεψα, φιλεύτηκα, φιλεμένος, μτβ. 1. προσφέρω φιλόφρονα (γεύμα, ποτό, φαγώσιμο κτλ.), κερνώ, τρατάρω: Κόπιασε μέσα να σε φιλέψω κάτι. 2. δίνω μικρό φιλοδώρημα, φιλοδωρώ: Κάνε μου αυτό το θέλημα κι εγώ θα σε φιλέψω κάτι. 3. δίνω ως γαμπρός ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φίλεμα — και φίλευμα, το, Ν [φιλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φιλεύω … Dictionary of Greek
αντεφεστιώ — ἀντεφεστιῶ ( άω) (Α) ανταποδίδω εστίαση, φιλεύω και εγώ … Dictionary of Greek
αφίλευτος — η, ο [φιλεύω] 1. αυτός που δεν τον έχουν φιλέψει ή κεράσει 2. εκείνος τον οποίο δεν έχουν φιλοξενήσει … Dictionary of Greek
δαίνυμι — και δαινύω (Α) Ι. 1. προσφέρω γεύμα ή συμπόσιο (φρ., «δαίνυμι γάμον ή τάφον» προσφέρω συμπόσιο γαμήλιο ἤ επιτάφιο 2. φιλεύω κάποιον με κάτι («τὸν... Αστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε») II. δαίνυμαι 1. συμποσιάζω, ξεφαντώνω 2. τρώγω κάτι, εξαντλώ κάτι … Dictionary of Greek
εστιαρχώ — ἑστιαρχῶ, έω (Α) [εστιάρχης] είμαι συμποσιάρχης, οικοδεσπότης, φιλοξενώ, φιλεύω στην οικία μου … Dictionary of Greek
εστιώ — (ΑΜ ἑστιῶ, άω, Α και ιων. και δωρ. ἱστιάω) [εστία] παραθέτω γεύμα, προσκαλώ σε εστίαση, κάνω το τραπέζι, φιλεύω, περιποιούμαι, φιλοξενώ μσν. αρχ. μέσ. ἑστιῶμαι τρώω αρχ. 1. (στην Αθήνα) παρέχω δημόσιο συμπόσιο ή γεύμα στους συμφυλέτες μου 2. (για … Dictionary of Greek
ευωχιάζω — εὐωχιάζω (Α) [ευωχία] παρέχω γεύμα σε κάποιον, φιλεύω, ευωχώ* … Dictionary of Greek
ευωχούμαι — έομαι (Α εὐωχοῡμαι, έομαι και ενεργ. εὐωχῶ, έω) συμποσιάζω, διασκεδάζω, ξεφαντώνω, γλεντοκοπώ, χαροκοπώ αρχ. 1. προσφέρω γεύμα, φιλεύω κάποιον 2. (για ζώα) διατρέφω καλά 3. παρέχω τροφή 4. (για κάθε είδους απόλαυση) παρέχω πλούσια, προσφέρω… … Dictionary of Greek